ακτινογράφημα

ακτινογράφημα
το рентгеновский снимок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακτινογράφημα" в других словарях:

  • ακτινογράφημα — το [ακτινογραφώ] 1. εικόνα από ακτινογράφηση 2. φωτογραφική πλάκα ακτινογραφίας …   Dictionary of Greek

  • ακτινογραφώ — ( έω) 1. ενεργ. εκτελώ ακτινογραφία, υποβάλλω κάποιον σε ακτινογράφηση 2. παθ. υποβάλλομαι σε ακτινογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινογραφία πρβλ. γαλλ. radiographier < radiographie, «ακτινογραφία». ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογράφημα, ακτινογράφηση] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογράφημα — το το ακτινογράφημα που λαμβάνεται όταν λεπτή δέσμη ακτίνων Ραίντγκεν συνεχούς φάσματος που προσπίπτει σε κρύσταλλο ή κρυσταλλική σκόνη υποστεί περίθλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crystallogram < crystall(o) (< κρύσταλλος) + gram …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»